-
1 δρύφακτον
δρύφακτον, τό, auch ὁ δρύφακτος, Ar. Equ. 673, u. Lib., meist im plur.; sing. Ar. Vesp. 830; von δρῠς oder δρυφάσσω; der hölzerne Verschlag, bes. die hölzernen Schranken um die Gerichtsplätze und Rathsversammlungen in Athen; Ar. Vesp. 386. 552; ἐπιστῆναι τῇ βουλῇ ἐπὶ τοῖς δρυφάκτοις Xen. Hell. 2, 3, 50; Moeris erkl. ἡ ϑύρα τοῠ δικαστηρίου; Geländer der Treppen, Pol. 1, 22, 6. Auch = Balkon des Hauses, nach Schol. Ar. Vesp. 386, τὰ τῶν οἰκοδομημάτων ἐξέχοντα ξύλα, wie es Liban. braucht.
См. также в других словарях:
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek